- καινολόγος
- καινολόγος, -ον (Α)αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο-λόγος, ψευδο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καινολόγος — using new phrases masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινολόγοι — καινολόγος using new phrases masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
καινολογία — καινολογία, ἡ (Α) [καινολόγος] καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία … Dictionary of Greek
καινολογώ — καινολογῶ, έω (Α) [καινολόγος] 1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις 2. λέω κάτι νέο … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek